στρατηλατικός

στρατηλατικός
στρᾰτηλ-ᾰτικός, ή, όν,
A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατηλατικός — ή, όν, Α [στρατηλάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ ως στρατηλάτης …   Dictionary of Greek

  • στρατηλατικώς — Μ επίρρ. βλ. στρατηλατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”